- καπίτολον
- καπίτολον και καπίτουλον, τὸ (Μ)συμφωνητικό ειρήνης, παράδοσης ή ανακωχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. capitulum].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπιτουλάρι(ν) — καπιτουλάρι(ν), τὸ (Μ) δημόσιο κατάστιχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπίτουλον (παράλλ. τ. τού καπίτολον*) + κατάλ. άρι(ν)] … Dictionary of Greek